καταλυματίας

καταλυματίας
ο παλαιός τίτλος αξιωματικού τού οικονομικού κλάδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάλυμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικαταλυματίας — ο αξιωματικός επιφορτισμένος με την ταμειακή και διαχειριστική υπηρεσία συντάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταλυματίας «τίτλος αξιωματικού τού οικονομικού κλάδου». Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”